νεμεσίτης

νεμεσίτης
νεμεσίτης, ὁ (Α)
λίθος που, όπως πιστευόταν, είχε μαγικές ιδιότητες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νέμεσις + κατάλ. -ίτης, ονομ. δηλωτική λίθων (πρβλ. κογχ-ίτης, λυχν-ίτης)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • νεμεσίτης — νεμεσί̱της , νεμεσίτης Nemesis stone masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεμεσίτας — νεμεσί̱τᾱς , νεμεσίτης Nemesis stone masc acc pl νεμεσί̱τᾱς , νεμεσίτης Nemesis stone masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”